ἀμύξ

ἀμύξ
ἀμύξ
scratching
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμύξ — ἀμὺξ επίρρ. (Α) [ἀμύσσω] 1. με νυχιές, με γρατσουνιές, γρατσουνιστά 2. μόλις …   Dictionary of Greek

  • αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”